- επαμοιβαδίς
- ἐπαμοιβαδίς και ἐπαμοιβαδόν (Α)επίρρ.1. αμοιβαία («ὧς ἄρα πυκνοὶ ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς», Ομ. Οδ.)2. εναλλάξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβ-αδίς (< αμείβω «ανταλλάσσω») τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας αμειβ-].
Dictionary of Greek. 2013.